- πανιερότητα
- ηιδιότητα του πανίερου και τίτλος μητροπολιτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πανιερότητα — η / πανιερότης, ητος, ΝΜ [πανίερος] 1. η ιδιότητα τού πανίερου 2. τιμητικός τίτλος μητροπολίτη ή επισκόπου τής Ορθόδοξης Εκκλησίας … Dictionary of Greek
παναγιότητα — η 1. η ιδιότητα τού πανάγιου, πανιερότητα, πανοσιότητα 2. τιμητικός τίτλος τού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανάγιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1706 στον Φρ. Προσαλέντη] … Dictionary of Greek
πανοσιότητα — η [πανόσιος] 1. η ιδιότητα τού πανοσίου, πανιερότητα 2. εκκλησιαστικός τίτλος αντί τού πανοσιότατος («η πανοσιότητά σας») … Dictionary of Greek